Ελεγχος δυσλιπιδαιμίας – Υψηλή χοληστερίνη

Δυσλιπιδαιμία και χοληστερίνη -Αθανάσιος Κολυβήρας Καρδιολόγος

Εγκαιρη διάγνωση των καρδιαγγειακών νοσημάτων – δυσλιπιδαιμία.

Ο Βασικός Έλεγχος του Καρδιαγγειακού Συστήματος αξιολογεί σε βάθος παραδοσιακούς και νεότερους βιοδείκτες, προκειμένου να βοηθήσουν στην έγκαιρη ανίχνευση των καρδιαγγειακών νοσημάτων.
Η αξιολόγηση των παραγόντων κινδύνου παρέχει πληροφορίες με πολύ μεγάλη προληπτική αξία και βοηθάει στο σχεδιασμό εξατομικευμένων θεραπευτικών παρεμβάσεων.

Είναι απαραίτητος ο έλεγχος του Καρδιαγγειακού Συστήματος;

Γνωρίζουμε ότι τα καρδιαγγειακά νοσήματα είναι η κύρια αιτία θανάτου για άνδρες και γυναίκες και είναι υπεύθυνα για τουλάχιστον το 25% των συνολικών θανάτων.
Ορισμένες παθολογικές καταστάσεις όπως ο διαβήτης και η παχυσαρκία, η υψηλή χοληστερίνη, η κακή διατροφή, η έλλειψη σωματικής άσκησης, το κάπνισμα και η υπερβολική κατανάλωση αλκοόλ, αυξάνουν τον κίνδυνο εμφάνισης καρδιαγγειακών νοσημάτων.

Με τις κατάλληλες εξατομικευμένες θεραπευτικές παρεμβάσεις που βασίζονται στην αναγνώριση αυτών των δεικτών, τα καρδιαγγειακά νοσήματα μπορούν να προληφθούν σε μεγάλο βαθμό.

 

Ποιες εξετάσεις απαιτούνται για την διάγνωση της δυσλιπιδαιμίας;

Η ολική χοληστερόλη, η «κακή» χοληστερόλη LDL, η «καλή» HDL χοληστερόλη και τα τριγλυκερίδια, μετρώνται παραδοσιακά προκειμένου να εκτιμηθεί ο κίνδυνος ανάπτυξης καρδιαγγειακών νοσημάτων.
Ωστόσο, πρόσφατες μελέτες δείχνουν ότι ορισμένοι νεότεροι βιοδείκτες μπορούν να προσφέρουν ακόμα καλύτερα αποτελέσματα στην εκτίμηση του κινδύνου.
Για παράδειγμα, η μέτρηση της οξειδωμένης LDL χοληστερόλης είναι πιο ειδική και εμπλέκεται άμεσα στην δημιουργία και την εξέλιξη της αθηρωματικής πλάκας.
Τα επίπεδα των απολιποπρωτεϊνών Α1 και Β, ειδικά πρωτεϊνικά συστατικά των HDL και LDL, αποτελούν επίσης καλούς προγνωστικούς δείκτες κινδύνου.

Ανάλογα με τα αποτελέσματα του λιπιδαιμικού προφίλ και τους υπόλοιπους παράγοντες κινδύνου, οι επιλογές θεραπείας μπορεί να περιλαμβάνουν αλλαγές στον τρόπο ζωής, όπως τη διατροφή και την άσκηση ή ακόμη τη χορήγηση συμπληρωμάτων διατροφής ή και φαρμάκων.

Απολιποπρωτεΐνη Α1 (ApoA1):

Η Αρο Α1 είναι μια πρωτεΐνη που έχει συγκεκριμένο ρόλο στον μεταβολισμό των λιπιδίων και είναι η κύρια συστατική πρωτεΐνη της HDL, της «καλής χοληστερόλης».
Η HDL απομακρύνει την περίσσεια της χοληστερόλης από τα κύτταρα και τη μεταφέρει στο ήπαρ για ανακύκλωση ή αποβολή.
Τα επίπεδα της Αρο Α1 τείνουν να αυξάνονται και να μειώνονται μαζί με τα επίπεδα της HDL και ελλείψεις σε Αρο Α1 συσχετίζονται με αυξημένο κίνδυνο ανάπτυξης καρδιαγγειακής νόσου.

 

Απολιποπρωτεΐνη Β (ApoB):

Η Αρο Β είναι μια πρωτεΐνη που εμπλέκεται στο μεταβολισμό των λιπιδίων και είναι το κύριο πρωτεϊνικό συστατικό των λιποπρωτεϊνών, όπως της λιποπρωτεΐνη πολύ χαμηλής πυκνότητας (VLDL) και χαμηλής πυκνότητας λιποπρωτεΐνης (LDL, η «κακή χοληστερόλη»).
Οι συγκεντρώσεις της Apo Β τείνουν να αντικατοπτρίζουν εκείνα της LDL χοληστερόλης.
Μη φυσιολογικά επίπεδα Apo Β μπορεί να οφείλονται σε ορισμένες γενετικές διαταραχές ή σε ορισμένες παθολογικές καταστάσεις (υπερ- και υπο-θυρεοειδισμός, κίρρωση, διαβήτης, λήψη ορισμένων φαρμάκων κλπ.)

 

Λιποπρωτεΐνη Α [Lp (a)]:

Η Lp (a) είναι μία λιποπρωτεΐνη που αποτελείται από ένα μόριο LDL μαζί με μια πρωτεΐνη (απολιποπρωτεΐνη (α)).
Η Lp (a) είναι παρόμοια με την LDL χοληστερόλη, αλλά δεν ανταποκρίνεται στις τυπικές θεραπευτικές προσεγγίσεις για τη μείωση της LDL όπως είναι η δίαιτα, η άσκηση και τα περισσότερα φάρμακα μείωσης των λιπιδίων.
Δεδομένου ότι τα επίπεδα της Lp (a) φαίνεται να προσδιορίζονται γενετικά και δεν είναι εύκολο να μεταβληθούν, η παρουσία υψηλών επιπέδων Lp (a) μπορεί να χρησιμοποιηθεί για την αναγνώριση ατόμων που ωφελούνται από πιο επιθετική αγωγή των υπόλοιπων παραγόντων κινδύνου.

 

Για οποιαδήποτε απορία ή πληροφορία συμβουλευτείτε μας. Είμαστε πάντα δίπλα σας.